«Για τον Όλιβερ…που δεν άξιζε στους “ανθρώπους”.»

by Έφη Αθανασίου

«Βγήκε στο μισοσκόταδο της αυλής και έκανε τρεις κύκλους.
Ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι του για να φάει τις κροκέτες του και να χωθεί στην πολύχρωμη χνουδωτή κουβερτούλα του. Μόνο που δεν έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα.

Ξαφνικά, βρέθηκε στο πορτμπαγκάζ ενός αμαξιού που δεν είχε ξαναδεί και στη συνέχεια σε έναν χώρο άγνωστο για αυτόν. Τα μπολ του έλειπαν, το ίδιο και τα παιχνίδια του.

Μα πάνω απ’ όλα έλειπε η κουβερτούλα του. Και ποιος ήταν αυτός που τον κοιτούσε; Σήκωσε το κεφάλι του και τον είδε να κρατά ένα κομμάτι ξύλο σαν αυτά που του πετούσαν και έτρεχε να τα πιάσει. Χοροπήδησε.
Ήταν η τελευταία φορά που θα χοροπηδούσε.

Το ξύλο έσπασε σε κομμάτια στο ένα του πλευρό.
Κάτι ανάμεσα σε κραυγή και αλύχτισμα βγήκε από το στόμα του.
Και ο άγνωστος ξέσπασε σε γέλια.

Του απάντησε στα γέλια γαβγίζοντας θλιμμένα, πονεμένα.
Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του, στην οικογένεια του.
Ήταν καλό σκυλί.
Αγαπούσε τους ανθρώπους.
Γιατί το τιμωρούσαν;

Τώρα γάβγιζε όλο και πιο δυνατά – μήπως και κάποιος εκεί έξω τον άκουγε.
Αλλά ο άγνωστος βρήκε τρόπο να τον σταματήσει.
Του έκλεισε το στόμα με ένα κομμάτι ύφασμα.
Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του, στην οικογένεια του.
Ήθελε την κουβερτούλα του.

Ξημέρωνε. Αλλά δεν θα το έβαζε κάτω.
Ήταν ελεύθερος και είχε φτάσει σχεδόν στο σπίτι του.
Τα μάτια του έλαμψαν από χαρά.
Ήθελε να τρέξει αλλά τα πληγωμένα πόδια του δεν το επέτρεπαν.
Ήθελε να γαβγίσει, να τους ανακοινώσει περιχαρής πως επέστρεψε.
Αλλά το στόμα του ήταν κλειστό.

Μπήκε στην αυλή που τόσο αγαπούσε. Σύρθηκε στο χαλάκι της εξώπορτας.
Σε λίγο θα σηκωνόταν, θα έπαιζε, θα έτρωγε και θα ξανακοιμόταν.
Τους αγαπούσε τους ανθρώπους.
Τίποτα δεν θα το άλλαζε αυτό.
Έκλεισε τα μάτια του.
Τώρα ήταν χωμένος στη χνουδωτή πολύχρωμη κουβερτούλα του.
-Η χνουδωτή κουβερτούλα

-Θα έρθει η εποχή που οι άνθρωποι, όπως και εγώ, θα βλέπουν τη δολοφονία των ζώων, όπως τώρα βλέπουν τη δολοφονία των ανθρώπων… έλεγε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι.

pet_keepers_logo
@2023 – Petkeepers.gr